Τενοντίτιδα Αχιλλείου
Ο Αχίλλειος τένοντας είναι ο μεγαλύτερος και ο πιο δυνατός τένοντας του ανθρώπινου σώματος. Συνδέει τον γαστροκνήμιο μυ με το οστό της πτέρνας. Επιτρέπει την ανύψωση του άκρου πόδα στα δάκτυλα και συμμετέχει στη "φάση της ώθησης" κατά τη βάδιση ή το τρέξιμο. Δυσλειτουργία του μπορεί να συμβεί σ’ οποιαδήποτε ηλικία, αλλά είναι αυξημένη η συχνότητα σε μεγαλύτερες ηλικίες.
Οι κακώσεις που παθαίνει ο τένοντας αυτός είναι η τενοντίτιδα (φλεγμονή του τένοντα που προκαλεί πόνο στο πίσω μέρος του ποδιού κοντά στην περιοχή της πτέρνας) έως και την ρήξη του (ολική ή μερική). Η ρήξη του τένοντα θεωρείται ένας σοβαρός τραυματισμός ο οποίος συνοδεύεται από πόνο στην περιοχή της πτέρνας και προκαλεί διαταραχή ακόμη και διακοπή της λειτουργίας του.
Η τενοντίτιδα του Αχιλλείου μπορεί να συμβεί από:
- Υπερχρησία του τένοντα.
- «Σφικτούς» γαστροκνημίους.
- «Κοντούς» Αχιλλαίους τένοντες.
- Συχνό τρέξιμο σε ανηφορική διαδρομή.
- Αύξηση της αθλητικής δραστηριότητας σε συνδιασμό με ακατάλληλα παπούτσια.
- Πρηνισμό του άκρου πόδα, ο οποίος είναι ένα ανατομικό πρόβλημα όπου το πόδι βρίσκεται συνεχώς σε έσω στροφή και μειώνει την ποδική καμάρα τόσο στο απλό περπάτημα όσο και στο τρέξιμο.
- Χρήση παπουτσιών με ψηλό τακούνι στην εργασία και μετά από αυτήν χρήση αθλητικών παπουτσιών για άσκηση.
Η ρήξη του Αχιλλείου τένοντα συμβαίνει ξαφνικά συνήθως κατά τη διάρκεια αθλητικής δραστηριότητας π.χ. στη διάρκεια άλματος ή στην αρχή ενός σπριντ.
Τα συμπτώματα της τενοντίτιδας του Αχιλλείου περιλαμβάνουν πόνο στην περιοχή και συχνά οίδημα και ένα αίσθημα «σκληρότητας» του τένοντα. Πόνος επίσης προκαλείται όταν γίνεται ακροστασία στα δάκτυλα των ποδιών όπως και κατά τη διάταση του τένοντα.
Η Τενοντίτιδα Αχιλλείου μπορεί να είναι οξεία ή χρονία. Διακρίνουμε 2 τύπους:
1. Καταφυτική τενοντίτιδα αχιλλείου τένοντα
Παρουσιάζεται με πόνο και οίδημα στο πίσω μέρος της φτέρνας. Η διάγνωση γίνεται κλινικά με την εμφάνιση του εξογκώματος (Haglund’s) στην οπίσθια επιφάνεια της πτέρνης και ακτινολογικά με την ανεύρεση αποτιτανώσεων στην κατάφυση του αχιλλείου.
Η συντηρητική αγωγή περιλαμβάνει τροποποίηση των δραστηριοτήτων (αποφυγή καταπόνησης αχιλλείου, όπως ανηφορικές πεζοπορίες), τροποποίηση υποδημάτων (μαλακό οπίσθιο τμήμα ή και καθόλου, ανύψωση της πτέρνας) αντιφλεγμονώδη και φυσιοθεραπευτική αγωγή (κρυοθεραπείες, υπέρηχα, ιοντοφόρηση και θεραπεία με μία δόση υψηλής ενέργειας εξωσωματικά κρουστικά κύματα). Φαίνεται επίσης ότι έχουν αποτελεσματικότητα αυτοκόλλητα τρινιτρογλυκερίνης για 3 μήνες (αναλγητική δράση, διέγερση παραγωγής κολλαγόνου από ινοβλάστες και τροποποίηση απόπτωσης και θανάτου κυττάρων του τένοντα).
Η τοπική έγχυση στεροειδών δεν ενδείκνυται, γιατί υπάρχει κίνδυνος ρήξης του τένοντα. Ενδείκνυται μόνο στην περίπτωση οπισθοπτερνικής ορογονοθυλακίτιδος. Γενικά η συντηρητική αγωγή έχει 70-90% ποσοστό επιτυχίας.
Η χειρουργική θεραπεία ενδείκνυται σε ασθενείς που δεν ανταποκρίνονται στη συντηρητική αγωγή. Αντενδείξεις αποτελούν περιφερική αρτηριοπάθεια, κακή κατάσταση δέρματος και μαλακών ιστών και καταστάσεις που μπορεί να επηρεάσουν την επούλωση όπως σακχαρώδης διαβήτης και κάπνισμα, που όμως δεν είναι απόλυτες αντενδείξεις.
Γενικά, όσο πιο εκτεταμένη είναι η βλάβη τόσο μακρύτερος είναι ο χρόνος μετεγχειρητικής αποκατάστασης, τόσο μικρότερο είναι και το ποσοστό ικανοποίησης των ασθενών. Πάντως πρέπει να ενημερώνονται οι ασθενείς ότι η πλήρης μετεγχειρητική αποκατάσταση μπορεί να διαρκέσει από 6-12 μήνες.
2. Μη καταφυτική τενοντίτιδα αχιλλείου τένοντα
Παρουσιάζεται με πόνο στην προσπάθεια και αργότερα και σε ηρεμία ή και διόγκωση (χρόνια περιστατικά) 2-6 εκ. από την κατάφυση του αχιλλείου τένοντα. Αν αφορά τον παρατένοντα είναι συνήθως φλεγμονώδης εξεργασία (παρατενοντίτιδα ή περιτενοντίτιδα) και μπορεί να εξελιχθεί σε συμφυτική στενωτική ορογονοθυλακίτιδα που να εμποδίζει την κίνηση του τένοντα. Αν αφορά τον τένοντα είναι εκφυλιστική εξεργασία (τενοντοπάθεια). Αν αφορά και τα δύο ονομάζεται παντενοντοπάθεια.
Αιτιολογικοί παράγοντες είναι εξωγενείς (υπέρχρηση, λάθη σε προπονήσεις, τοπικά ή συστηματικά στεροειδή και αντιβιοτικά φλουοροκινολόνης) και ενδογενείς (προχωρημένη ηλικία, ανδρικό φύλο, συστηματικές νόσοι, ανισοσκελία, παραμορφώσεις κάτω άκρων και μυική αδυναμία).
Υπάρχουν 2 κλινικές δοκιμασίες για να ξεχωρίσει κανείς την παρατενοντίτιδα από τενοντοπάθεια: 1) σημείο επώδυνου τόξου: αν η επώδυνη διόγκωση παραμένει στην ίδια θέση σχετικά με τα σφυρά, όταν κινηθεί παθητικά η ποδοκνημική στα όρια της, τότε είναι παρατενοντίτιδα, 2) η δοκιμασία του Royal London Hospital: αν ο πόνος μειώνεται όταν τοποθετείται ο τένοντας σε τάση, τότε είναι τενοντοπάθεια.
Απλές ακτινογραφίες μπορεί να δείξουν αποτιτανώσεις στον τένοντα. Πολύ πιό χρήσιμα στη διαγνωστική διαδικασία είναι ο υπέρηχος και η μαγνητική τομογραφία.
Η συντηρητική θεραπεία αποδίδει σε 50-70%. Συνήθως είναι αποτελεσματική σε οξείες και υποξείες τενοντίτιδες, επειδή το προσβεβλημένο τμήμα του τένοντα διατηρεί ακόμα την ικανότητα να επουλωθεί. Περιλαμβάνει τροποποίηση δραστηριοτήτων, ανύψωση της πτέρνας και ειδική φυσιοθεραπεία (έκκεντρη ενδυνάμωση μυών). Όσον αφορά την χορήγηση αντιφλεγμονωδών, υπάρχει ένδειξη ότι παραβλάπτουν την επούλωση του τένοντα. Θετική δράση έχουν επίσης τα υψηλής ενέργειας εξωσωματικά κρουστικά κύματα και αυτοκόλλητα τρινιτρογλυκερίνης.
Το 30-50% των περιστατικών που δεν ανταποκρίνονται στη συντηρητική αγωγή, συνήθως σχετίζονται με προχωρημένη ηλικία, παρατεταμένη συμπτωματολογία, και παρουσία εκφυλιστικής τενοντοπάθειας.
Πρέπει να προηγηθεί συντηρητική αγωγή 4-6 μήνες, πριν κανείς συστήσει χειρουργική θεραπεία.
Υπάρχει σαφής ένδειξη ότι η χειρουργική θεραπεία έχει καλύτερα αποτελέσματα αν εφαρμοσθεί σε περιστατικά που έχουν μικρή διάρκεια συμπτωμάτων.
Αντένδειξη στη χειρουργική θεραπεία είναι σε περιπτώσεις που υπάρχει: αρτηριακή ανεπάρκεια, ενεργός δερματική λοίμωξη, κακή κατάσταση δέρματος και ορισμένες συστηματικές παθήσεις. Σχετικές αντενδείξεις είναι ο σακχαρώδης διαβήτης και το κάπνισμα.
Σε περιπτώσεις συμφύσεων από παρατενοντίτιδα, μπορεί να γίνει λύση με μια μέθοδο που λέγεται «brisement». Συνίσταται σε έγχυση φυσιολογικού ορού με τοπικό αναισθητικό στο διάστημα μεταξύ τένοντα και παρατένοντα λύνοντας έτσι τις συμφύσεις. Μπορεί να γίνει με τη βοήθεια υπερήχων, και δεν είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική σε χρόνια παρατενοντίτιδα (στενωτική ορογονοθυλακίτιδα). Σε αυτή την περίπτωση γίνεται ανοικτή λύση των συμφύσεων ή και αφαίρεση του παρατένοντα. Αυτή είναι και η περίπτωση με τα καλύτερα αποτελέσματα.